- κουτσοδουλειά
- η жалкая, незначительная работа, работёнка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κουτσοδουλειά — η ασήμαντη δουλειά με την οποία ίσα ίσα καταφέρνει να εξοικονομεί κάποιος τα απαραίτητα για τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + δουλειά] … Dictionary of Greek
κουτσο- — (Μ κουτσο ) α συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος,… … Dictionary of Greek